- σκαμάγγι
- το, Νμπάλα, τούφα από καθαρό βαμβάκι έτοιμο για γνέσιμο.[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από τη λ. σκάμ-μα* «αφρώδες νερό με σαπούνι», μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. *σκαμμ-άκιον, ενώ, κατ' άλλους, από τη λ. σκαραμάγγι «πολυτελές ύφασμα». Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. καμάκι].
Dictionary of Greek. 2013.